κανονίων

κανονίων
κανόνιον
small bar
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καφηρέας — Ακρωτήριο στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρο. Ψηλό και απόκρημνο, αποτελεί απόληξη μιας χερσονησώδους προβολής του όρους Όχη. Η ονομασία Κάβο Ντόρο (χρυσό ακρωτήριο) είναι ιταλική. Προέρχεται, όπως υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • Βαντόμ — I (Vendôme). Πόλη (18.359 κάτ.) της κεντρικής Γαλλίας στον νομό Λουάρ ε Σερ (Loir et Cher), στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Κέντρου (Centre). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Λουάρ και συνδέεται σιδηροδρομικά με το Παρίσι, στα ΒΑ. Η Β.… …   Dictionary of Greek

  • Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρόδου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου στεγάζεται στο μεσαιωνικό κτίριο του Νοσοκομείου των Ιπποτών, που βρίσκεται στην πλατεία Μουσείου, κοντά στο εμπορικό λιμάνι της πόλης. Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο του μουσείου θα βρεθείτε στην εσωτερική αυλή …   Dictionary of Greek

  • Περμ — Πόλη στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (160.600 τετρ. χιλιόμετρα). Βρίσκεται στην προουράλια περιοχή, αριστερά του ποταμού Κάμα, αριστερού παραπόταμου του Βόλγα. Βρίσκεται 1.180 χλμ. προς ΒΑ της Μόσχας,… …   Dictionary of Greek

  • Πουγκατσόφ, Εμέλιαν Ιβάνοβιτς — (; 1742 – Mόσχα 1775). Ρώσος λαϊκός ηγέτης. Υπηρέτησε στον αυτοκρατορικό στρατό (1771 73). Το επόμενο έτος προκάλεσε την εξέγερση μιας στρατιάς κοζάκων, η οποία, υποστηριζόμενη κυρίως από εργάτες και αγρότες κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα είδος… …   Dictionary of Greek

  • καταιγισμός — ο 1. αδιάκοπη και έντονη ρίψη βολών πολλών πυροβολαρχιών εναντίον ορισμένου στόχου: Με τον καταιγισμό αυτό των κανονιών φαινότανε σαν να είχε ανάψει το απέναντι εχθρικό φυλάκιο. 2. μτφ., αδιάκοπη ροή: O μαθητής δέχτηκε καταιγισμό παρατηρήσεων και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”